ηλιούμαι

ηλιούμαι
ἡλιοῡμαι, -όομαι (Α)
βλ. ηλιώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενηλιούμαι — ἐνηλιοῡμαι, όομαι (Α) [ηλιούμαι] εκτίθεμαι στον ήλιο, φωτίζομαι από τον ήλιο, λιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • εξηλιούμαι — ἐξηλιοῡμαι, όομαι (Α) [ηλιούμαι] γεμίζω από το φως τού ήλιου …   Dictionary of Greek

  • ηλιώ — ἡλιῶ, όω (Α) [ήλιος] 1. εκθέτω κάτι στον ήλιο, λιάζω 2. παθ. ἡλιοῡμαι, όομαι α) ζω στον ήλιο, είμαι εκτεθειμένος στον ήλιο β) καίγομαι από τον ήλιο, προσβάλλομαι από ηλίαση γ) φωτίζομαι από τον ήλιο δ) (πληθ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”